- τυφωνοειδῶς
- τῡφωνοειδῶς, Adv.A like a whirlwind, Str.5.4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυφωνοειδῶς — τῡφωνοειδῶς , τυφωνοειδῶς like a whirlwind indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφωνοειδώς — Α επίρρ. όμοια με τυφώνα, με θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *τυφωνοειδής (< τυφώς + ειδής*)] … Dictionary of Greek